Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Ο Κατάδικος


Βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο με έναν φυλακισμένο, καταδικασμένο σε θάνατο. Η εκτέλεση είναι προγραμματισμένη σε μια ώρα. Σου ζητάει, σαν τελευταία επιθυμία, να παίξετε ένα ματς τάβλι. Ξεκινάει το παιχνίδι και έχεις φοβερό ζάρι. Ποτέ στη ζωή σου δεν είχες τέτοιο ζάρι. Είναι σαν να παραγγέλνεις και να σου έρχεται. Εν τω μεταξύ, η ώρα περνάει, η εκτέλεση πλησιάζει, οι στιγμές του αντιπάλου σου τελειώνουν. Σκέφτεσαι «πώς είναι δυνατόν να θέλει μια τέτοια ώρα να παίξει τάβλι;». Σαν να μην φτάνει αυτό, τον βλέπεις να τσαντίζεται με το ζάρι σου. Χτυπάει τη γροθιά στο τραπέζι, βρίζει, καταριέται την τύχη σου, την ατυχία του (ποια ατυχία αναρωτιέσαι). Αρχίζεις και νιώθεις πολύ περίεργα. Νιώθεις άβολα, δεν ξέρεις πώς πρέπει να νιώσεις σε μια τέτοια κατάσταση. Ανακαλύπτεις οτι νιώθεις ενοχές -γιατί όμως; Δεν ξέρεις. Αγχώνεσαι, σκέφτεσαι να φύγεις, να σταματήσεις το παιχνίδι εκείνη τη στιγμή.

Από την άλλη όμως, πώς είναι δυνατόν να το σταματήσεις; πώς να αρνηθείς σε έναν μελλοθάνατο την τελευταία του επιθυμία; Το ρολόι στον τοίχο, απέναντί σου, στην πλάτη του, μοιάζει να ορίζει τα πάντα. Το χρόνο που απομένει στον αντίπαλό σου. Το χρόνο μέχρι τη λήξη της παρτίδας. Το χρόνο για να τελειώσει το δικό σου, ιδιόμορφο βασανιστήριο. Την ίδια στιγμή βλέπεις τον κατάδικο να έχει δοθεί ολοκληρωτικά στο παιχνίδι. Ιδρώνει, παίζει μανιωδώς, χτυπάει τα ζάρια, τα στρίβει, μετράει θέσεις, υπολογίζει πιθανότητες. Κυνηγάει τη νίκη πάση θυσία. Το μυαλό σου πάει να σπάσει. Δεν μπορείς να πιστέψεις πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει μερικά ακόμα λεπτά ζωής να έχει δοθεί ψυχή τε και σώματι σε μια παρτίδα τάβλι.



Ενώ πας να λυγίσεις από την παράνοια του όλου πράγματος, να καταρρεύσεις εκεί, στο πάτωμα του ξύλινου τετράγωνου δωματίου «αναμονής εκτέλεσης της ποινής» όπου τα μόνα πράγματα που έχει είναι αυτό το τραπέζι, αυτές τις καρέκλες και αυτό το ρολόι τοίχου, σου καρφώνεται μια σκέψη. «Ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσω είναι να του δώσω αυτό που ψάχνει. Νόημα. Ο κατάδικος απέναντί μου έχει στο μυαλό του αυτή τη στιγμή μόνο αυτό το μαύρο τάβλι και αυτά τα ασπρόμαυρα πούλια. Για εκείνον, αυτή η παρτίδα είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει στη ζωή του. Αναζητά ένα δίκαιο αγώνα και αυτό ακριβώς του οφείλω».

Μετά δυο ζαριές έχεις καταφέρει να μπεις πλήρως στο ρόλο. Σιγά-σιγά καταλαβαίνεις οτι δεν προσπαθείς καν. Εκεί που ήθελες να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί τώρα βλέπεις τον εαυτό σου να παρασύρεται από μια έντονη επιθυμία για νίκη. Είναι σαν χείμαρρος αυτό που νιώθεις. Ξαφνικά καταλαβαίνεις οτι ποτέ στο παρελθόν δεν είχες θελήσει τη νίκη τόσο έντονα όσο τώρα. Εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το δωμάτιο με τους δεσμοφύλακες απ’έξω έτοιμους ανά πάσα στιγμή να μπουν στο δωμάτιο και να οδηγήσουν τον κατάδικο στην ηλεκτρική καρέκλα, ακριβώς σε αυτή τη συγκυρία νιώθεις για πρώτη φορά πόσο μεγάλη συγκίνηση μπορεί να σου προσφέρει μια ασήμαντη παρτίδα τάβλι.



Όμως τα πράγματα δεν σταματάνε εκεί. Τώρα ο κατάδικος έφερε αυτό το πολυπόθητο έξι-άσσο και έκανε την πόρτα που χρειαζόταν για να σε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. Τσαντίζεσαι. Είναι εντελώς τρελό, αλλά έχεις τσαντιστεί με τον κατάδικο, με το μελλοθάνατο, με τον αντίπαλό σου που του μένουν 5’ ακόμα σύμφωνα με το ρολόι του τοίχου. Έχεις πραγματικά τσαντιστεί όσο ποτέ, είσαι έξω φρενών. Το ματς πήγαινε τόσο καλά για σένα και ξαφνικά.. αυτό το καταραμένο 6-1 τα αλλάζει όλα. ΚΑΙ ΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΟ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ. Ο κατάδικος υπομειδιά. Αυτό σε εξοργίζει, σε βγάζει έξω από τα ρούχα σου. Εύχεσαι να, να... Θες να τον χτυπήσεις! Πώς μπορεί να σου το κάνει αυτό; Αυτό είναι άδικο! Άδικο! Ο κατάδικος σαν να διαβάζει τη σκέψη σου, με δυσκολία πνίγει ένα αυθόρμητο γέλιο. Τον κοιτάς και συνοφρυωμένος ξαναγυρίζεις στο τάβλι. Πρέπει κάτι να κάνεις. Κάτι θεαματικό που θα τα ανατρέψει όλα. Ο χρόνος σου τελειώνει. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει..

Όμως είναι πολύ αργά. Ο κατάδικος πλέον δεν κρατιέται. Τον έχει πιάσει νευρικό γέλιο, έχει λυθεί, κρατάει την κοιλιά του και το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο, σαν παντζάρι. Σου την έφερε! Το ξέρεις και το ξέρει. Σε κέρδισε και δεν θα υπάρξει ρεβάνς σε αυτό το ματς. Ποτέ. Κοιτάς το ρολόι του τοίχου. Ούτε ένα λεπτό δεν μένει... Κοιτάς τον κατάδικο. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνουν οι δεσμοφύλακες και πιάνουν τον κατάδικο από τα δυο μπράτσα. Έχει δακρύσει από τα γέλια και η ωμή πραγματικότητα δεν είναι ικανή να τον συνεφέρει. Οι δεσμοφύλακες τον σέρνουν προς την έξοδο. Δεν είναι ικανός ούτε να σταθεί όρθιος από τα γέλια... Η πόρτα κλείνει. Από το διάδρομο ακούγονται ακόμα τα χαχανητά του κατάδικου και εσύ έχεις μείνει μόνος σου με το ρολόι του τοίχου. Στέκεσαι στη μέση του δωματίου ανήμπορος. Ηττημένος.



Μετά από μερικές ώρες, καταβεβλημένος από τις ανελέητες σκέψεις που δεν σε αφήνουν στιγμή να ηρεμήσεις, βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Κάθεσαι στο τραπέζι της κουζίνας και τρως... αυτό το υπέροχο κοκκινιστό μοσχάρι με τα μακαρόνια. Είναι τόσο νόστιμο! Πρώτη φορά τρως κάτι τόσο νόστιμο. Δεν θέλεις να την καταπιείς αυτή τη μπουκιά. Θα ήθελες να διαρκέσει για πάντα, είναι.. είναι θεσπέσιο! Αλλά, μια στιγμή. Αυτό ακριβώς το μοσχάρι, μαγειρεμένο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από την ίδια ακριβώς γυναίκα (τη γυναίκα σου) το έχεις φάει εκατοντάδες φορές στο παρελθόν. Ποτέ όμως δεν σου είχε φανεί τόσο νόστιμο. Κι αυτό το κρασί.. σκέτο νέκταρ..

Περνάς το βράδυ κάνοντας έρωτα στη γυναίκα σου όπως δεν είχες κάνει ποτέ στο παρελθόν. Είσαι δεκαεννιά χρόνια παντρεμένος με αυτή τη γυναίκα αλλά ποτέ δεν είχες απολαύσει τόσο έντονα μια βραδιά μαζί της. Για την ακρίβεια, πότε δεν είχες απολαύσει τίποτα τόσο έντονα όσο τα πάντα εκείνο το βράδυ. Όλα έχουν μπει στη θέση τους ξαφνικά. Είσαι πανευτυχής! Πρώτη φορά στη ζωή σου νιώθεις τόσο τυχερός, τόσο ολοκληρωμένος.. Το επόμενο πρωί σηκώνεσαι και νιώθεις πούπουλο, πάνλαφρος. Φτιάχνεις τον καφέ σου, διαβάζεις την εφημερίδα σου, δίνεις ένα φιλί στη γυναίκα σου και ξεκινάς για τη δουλειά σου σφυρίζοντας.. Έχει λαμπερό ήλιο και καταγάλανο ουρανό. Αποφασίζεις να κάτσεις για μια στιγμή στο παγκάκι του δρόμου. Θες να ρουφήξεις αυτές της στιγμές.. που τις έχεις ξαναζήσει χιλιάδες φορές, αλλά όχι έτσι.

Ο κατάδικος. Αυτός ευθύνεται για όλα. Σου πήρε κάτι που δεν επιστρέφεται. Το πήρε μαζί του για πάντα. Δεν μπορούσες να του αντισταθείς γιατί εκείνες τις στιγμές ήταν παντοδύναμος, πανίσχυρος. Είχε μερικά λεπτά ζωής και όλη τη δύναμη του κόσμου στα χέρια του. Έζησε με τόση ένταση αυτή την παρτίδα τάβλι μαζί σου γιατί ήταν ό,τι σημαντικότερο είχε. Έφυγε από τη ζωή σου εντελώς ξαφνικά, αντλώντας τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση από κάτι τόσο τετριμμένο, από μια παρτίδα τάβλι.. Σηκώνεσαι να συνεχίσεις το δρόμο σου χωρίς ουσιαστικά να βλέπεις μπροστά σου. Και τότε ακούς ένα τρομαχτικό ήχο από φρενάρισμα ακριβώς δίπλα σου. Κοιτάς χαμένος και βλέπεις ένα φορτηγό να τραντάζεται ερχόμενο προς το μέρος σου. Μένεις ακίνητος, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε το δάχτυλό σου, είσαι ακινητοποιημένος..

Ο οδηγός παλεύει να κρατήσει το φορτηγό στο δρόμο και ταυτόχρονα να σε αποφύγει. Είναι σαν να βλέπεις ταινία. Είσαι εντελώς ανήμπορος να αντιδράσεις και όμως το φορτηγό πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Βλέπεις τον οδηγό, την πινακίδα, τα φώτα. Τελευταία προσπάθεια. Στρίβει το τιμόνι. Φρενάρει, το όχημα σέρνεται, στριφογυρίζει και...

σταματά δυο βήματα από το ατσαλωμένο σου κορμί.

Ο κατάδικος πέθανε, εσύ γλίτωσες – Κατάδικε.