
Ο Κουρτ ήταν ένας άντρας ακούραστος, γεμάτος ζωντάνια. Όπως όλοι οι ενήλικοι άντρες του Κάτω Χωριού ήταν δουλευταράς. Δούλευε τη γη του και φρόντιζε τα ζωντανά με μεγάλη ζέση, με την λυτρωτική βεβαιότητα οτι λόγω της Κατάστασης δεν είχε περιθώρια να χασομεράει προκειμένου να μπορεί να ταΐζει καθημερινά την οικογένειά του. Ακόμα περισσότερο, δεν είχε κανέναν άλλο τρόπο να εξασφαλίζει τα απαραίτητα παρά μόνο φροντίζοντας σαν στοργικός πατέρας το μικρό κομμάτι γης που του είχαν καταμερίσει κατά την Μεγάλη Διανομή.
Καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, δίπλα στη σόμπα της κουζίνας, κρατούσε μπροστά στα χείλη του την κούπα με το αχνιστό γάλα και παρατηρούσε αφηρημένα έξω από το παράθυρο το νέο πρωινό που ξημέρωνε. Στους πρόποδες του Όρους, όπου είχε χτιστεί το χωριό τους μετά το Γεγονός, η πυκνή ομίχλη ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ιδιαίτερα αυτές τις ώρες, κανείς δυσκολευόταν να δει -όχι μόνο την κορυφή του Όρους αλλά- ακόμα ακόμα και τα πρώτα σπίτια του Επάνω Χωριού. Χτισμένο μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή (στην ανατολική πλαγιά του Όρους έτσι ώστε να προστατεύεται από τους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους της περιοχής), το Επάνω Χωριό έστεκε κυρίαρχο και επιβλητικό με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η υψομετρική διαφορά με το χωριό του Κουρτ (το Κάτω Χωριό) να εκφράζει σε απόλυτη αναλογία την ιδιότυπη σχέση εξουσίας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο οικισμούς.
Ο Κουρτ είχε λίγη ώρα να διαθέσει πριν καταπιαστεί με τις καθημερινές του εργασίες και όπως συνήθιζε σε ώρες χαλάρωσης και ηρεμίας, αναλογίστηκε το παρόν και το μέλλον του τόπου του. Είχε την ευτυχία να διαθέτει μια δόση πιο καλλιεργημένο πνεύμα από τους συγχωριανούς του και κατ' αυτόν τον τρόπο να μην συμμερίζεται τις δεισιδαίμονες πεποιθήσεις τους σχετικά με την δημιουργηθείσα Κατάσταση. Είχε βέβαια και αυτός προ πολλού απορρίψει την ιδέα της βίαιης διεκδίκησης των προνομίων που απολάμβαναν οι κάτοικοι του Επάνω Χωριού. Αυτός όμως, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τους λόγους των απαίδευτων συγχωριανών του. Οι τελευταίοι αρέσκονταν να κατασκευάζουν μυθικά σχήματα με τα οποία δικαιολογούσαν την άλλως ανεξήγητη Κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά το Γεγονός.

Η αλήθεια -στην οποία είχε καταλήξει ο Κουρτ μη αποδεχόμενος παγανιστικές εξηγήσεις- ήταν οτι προφανώς οι συνέπειες του Γεγονότος παρουσίαζαν διακριτή ανισομέρεια ανάμεσα σε κοντινούς πληθυσμούς και αυτή η εύνοια της τύχης είχε παρουσιάσει στους κατοίκους του Επάνω Χωριού την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την άγνοια των Κατωχωρίτων και να τους εγκλωβίσουν σε μια σχέση εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, μιας και έλεγχαν απόλυτα τον εφοδιασμό των πλέον επιθυμητών τους αγαθών. Δεδομένης και της Κατάστασης, εξ' αιτίας της οποίας οποιαδήποτε διαδρομή πέρα από τα όρια της περιοχής του Όρους ήταν ανέφικτη, έίναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τη στωικότητα με την οποία είχαν αποδεχθεί οι Κατωχωρίτες την μεταξύ των οικισμών μονομερή σχέση εξάρτησης.
Με δυο λόγια, οι συγχωριανοί του Κουρτ ήταν απλοί άνθρωποι. Φοβισμένοι. Με νωπές τις τραγικές μνήμες από τις ημέρες του Γεγονότος και αποφασισμένοι να αφοσιωθούν στην επιδίωξη της μακροημέρευσης γι' αυτούς και για τις οικογένειές τους χωρίς να ρισκάρουν, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες για το μέλλον τους. Είχαν καταλήξει να είναι ένας φιλήσυχος λαός, συμβιβασμένος με τη μοίρα του και μάλιστα ευγνώμονες για την γενναιοδωρία των κατοίκων του Επάνω Χωριού, ακόμα και έτσι, παρά δηλαδή την -για τα μάτια ενός τρίτου- ακατανόητη διαδικασία δοκιμασίας/ ανταμοιβής.
Αυτά λοιπόν αναλογιζότανε ο Κουρτ εκείνο το ομιχλώδες πρωινό στην καλύβα του στην βορειοανατολική πλευρά του Κάτω Χωριού, διακόσια μέτρα από την κεντρική πλατεία και μόλις δυο στενά παραπάνω από το φούρνο του Λεβ. Αυτό που δεν έχει αναφερθεί, αλλά ενδεχόμενα είναι πρόδηλο για τον οξύνου αναγνώστη, είναι το γεγονός οτι ο Κουρτ απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους συγχωριανούς του όντας αφενός υπόδειγμα οικογενειάρχη και παράδειγμα εργατικότητας και αφετέρου επειδή ήταν συνηθέστατα εκείνος ο οποίος έλυνε τους πιο δύσκολους γρίφους του Συμβουλίου του Επάνω Χωριού και εξασφάλιζε έτσι πλούσιες ανταμοιβές για το σύνολο των κατοίκων.
Συνεχίζεται..