Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Μετά το Γεγονός - Μέρος 1ο

Ο Κουρτ ξύπνησε νωρίτερα αυτό το πρωινό. Είχε ανήσυχο ύπνο κι έτσι τελικά αποφάσισε να μην το παλέψει άλλο και να σηκωθεί. Τι κι αν ήταν μόλις 05:20; Έτσι κι αλλιώς το μυαλό του ήταν ταραγμένο τις τελευταίες δέκα ώρες αφού προσπαθούσε να λύσει το νέο γρίφο που είχε υπαγορεύσει ο κλητήρας του Επάνω Χωριού. Χθες το απόγευμα, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία συγκέντρωση των κατοίκων στην κεντρική πλατεία, τα πνεύματα οξύνθηκαν αφού τη φορά αυτή το Συμβούλιο προσέφερε δυσανάλογα μικρή αμοιβή, δεδομένης της δυσκολίας του συγκεκριμένου γρίφου.

Προσέχοντας μην ξυπνήσει την νεαρή του σύζυγο που κοιμόταν στο πλάι του, καθώς και την αγαπημένη του θυγατέρα που απολάμβανε τον ξέγνοιαστο ύπνο της στην ξύλινη κούνια της μερικά μέτρα παραδίπλα, σηκώθηκε από το κρεβάτι αλαφροπατώντας και οδηγήθηκε στην κουζίνα για το καθημερινό του πρωινό. Έβαλε να βράσει μια κούπα φρέσκο κατσικίσιο γάλα και ξεδιάλεξε δυο μικρές ντομάτες από αυτές που είχε μαζέψει χθες από το παρτέρι. Μια δόση κίτρινο τυράκι και δυο παξιμάδια από το φούρνο του Λεβ (του κουμπάρου του) συμπλήρωσαν το γεύμα.

Ο Κουρτ ήταν ένας άντρας ακούραστος, γεμάτος ζωντάνια. Όπως όλοι οι ενήλικοι άντρες του Κάτω Χωριού ήταν δουλευταράς. Δούλευε τη γη του και φρόντιζε τα ζωντανά με μεγάλη ζέση, με την λυτρωτική βεβαιότητα οτι λόγω της Κατάστασης δεν είχε περιθώρια να χασομεράει προκειμένου να μπορεί να ταΐζει καθημερινά την οικογένειά του. Ακόμα περισσότερο, δεν είχε κανέναν άλλο τρόπο να εξασφαλίζει τα απαραίτητα παρά μόνο φροντίζοντας σαν στοργικός πατέρας το μικρό κομμάτι γης που του είχαν καταμερίσει κατά την Μεγάλη Διανομή.

Καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, δίπλα στη σόμπα της κουζίνας, κρατούσε μπροστά στα χείλη του την κούπα με το αχνιστό γάλα και παρατηρούσε αφηρημένα έξω από το παράθυρο το νέο πρωινό που ξημέρωνε. Στους πρόποδες του Όρους, όπου είχε χτιστεί το χωριό τους μετά το Γεγονός, η πυκνή ομίχλη ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ιδιαίτερα αυτές τις ώρες, κανείς δυσκολευόταν να δει -όχι μόνο την κορυφή του Όρους αλλά- ακόμα ακόμα και τα πρώτα σπίτια του Επάνω Χωριού. Χτισμένο μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή (στην ανατολική πλαγιά του Όρους έτσι ώστε να προστατεύεται από τους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους της περιοχής), το Επάνω Χωριό έστεκε κυρίαρχο και επιβλητικό με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η υψομετρική διαφορά με το χωριό του Κουρτ (το Κάτω Χωριό) να εκφράζει σε απόλυτη αναλογία την ιδιότυπη σχέση εξουσίας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο οικισμούς.

Ο Κουρτ είχε λίγη ώρα να διαθέσει πριν καταπιαστεί με τις καθημερινές του εργασίες και όπως συνήθιζε σε ώρες χαλάρωσης και ηρεμίας, αναλογίστηκε το παρόν και το μέλλον του τόπου του. Είχε την ευτυχία να διαθέτει μια δόση πιο καλλιεργημένο πνεύμα από τους συγχωριανούς του και κατ' αυτόν τον τρόπο να μην συμμερίζεται τις δεισιδαίμονες πεποιθήσεις τους σχετικά με την δημιουργηθείσα Κατάσταση. Είχε βέβαια και αυτός προ πολλού απορρίψει την ιδέα της βίαιης διεκδίκησης των προνομίων που απολάμβαναν οι κάτοικοι του Επάνω Χωριού. Αυτός όμως, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τους λόγους των απαίδευτων συγχωριανών του. Οι τελευταίοι αρέσκονταν να κατασκευάζουν μυθικά σχήματα με τα οποία δικαιολογούσαν την άλλως ανεξήγητη Κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά το Γεγονός.

Πίστευαν δηλαδή οτι οι κάτοικοι του Επάνω Χωριού δεν ήταν ακριβώς άνθρωποι. Ήταν ενδεχομένως κάτι ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό. Στη χειρότερη περίπτωση ήταν θνητοί αλλά με ορισμένες θεϊκές ιδιότητες ή το ολιγότερο (αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το αρνηθεί κανείς!) απολάμβαναν την προστασία κάποιων παντοδύναμων θεοτήτων οι οποίες τους προμήθευαν με διαλεχτά αγαθά τα οποία είχαν εξαφανιστεί από τη Γη μετά το Γεγονός. Δεν μπορούσαν με κανένα άλλο τρόπο να εξηγήσουν πώς -ενώ οι ίδιοι μοχθούσαν καθημερινά για να κερδίσουν το δικαίωμα στην επόμενη μέρα καλλιεργώντας τη γη τους και φροντίζοντας τα ζωντανά τους- οι Επανωχωρίτες διέθεταν όλα αυτά τα θεσπέσια εδώδιμα και τα αντικείμενα με τα οποία τους αντάμειβαν κάθε φορά που πετύχαιναν να λύσουν τον γρίφο που τους υπαγόρευε ο κλητήρας στην κεντρική πλατεία.

Η αλήθεια -στην οποία είχε καταλήξει ο Κουρτ μη αποδεχόμενος παγανιστικές εξηγήσεις- ήταν οτι προφανώς οι συνέπειες του Γεγονότος παρουσίαζαν διακριτή ανισομέρεια ανάμεσα σε κοντινούς πληθυσμούς και αυτή η εύνοια της τύχης είχε παρουσιάσει στους κατοίκους του Επάνω Χωριού την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την άγνοια των Κατωχωρίτων και να τους εγκλωβίσουν σε μια σχέση εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, μιας και έλεγχαν απόλυτα τον εφοδιασμό των πλέον επιθυμητών τους αγαθών. Δεδομένης και της Κατάστασης, εξ' αιτίας της οποίας οποιαδήποτε διαδρομή πέρα από τα όρια της περιοχής του Όρους ήταν ανέφικτη, έίναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τη στωικότητα με την οποία είχαν αποδεχθεί οι Κατωχωρίτες την μεταξύ των οικισμών μονομερή σχέση εξάρτησης.

Με δυο λόγια, οι συγχωριανοί του Κουρτ ήταν απλοί άνθρωποι. Φοβισμένοι. Με νωπές τις τραγικές μνήμες από τις ημέρες του Γεγονότος και αποφασισμένοι να αφοσιωθούν στην επιδίωξη της μακροημέρευσης γι' αυτούς και για τις οικογένειές τους χωρίς να ρισκάρουν, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες για το μέλλον τους. Είχαν καταλήξει να είναι ένας φιλήσυχος λαός, συμβιβασμένος με τη μοίρα του και μάλιστα ευγνώμονες για την γενναιοδωρία των κατοίκων του Επάνω Χωριού, ακόμα και έτσι, παρά δηλαδή την -για τα μάτια ενός τρίτου- ακατανόητη διαδικασία δοκιμασίας/ ανταμοιβής.


Αυτά λοιπόν αναλογιζότανε ο Κουρτ εκείνο το ομιχλώδες πρωινό στην καλύβα του στην βορειοανατολική πλευρά του Κάτω Χωριού, διακόσια μέτρα από την κεντρική πλατεία και μόλις δυο στενά παραπάνω από το φούρνο του Λεβ. Αυτό που δεν έχει αναφερθεί, αλλά ενδεχόμενα είναι πρόδηλο για τον οξύνου αναγνώστη, είναι το γεγονός οτι ο Κουρτ απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους συγχωριανούς του όντας αφενός υπόδειγμα οικογενειάρχη και παράδειγμα εργατικότητας και αφετέρου επειδή ήταν συνηθέστατα εκείνος ο οποίος έλυνε τους πιο δύσκολους γρίφους του Συμβουλίου του Επάνω Χωριού και εξασφάλιζε έτσι πλούσιες ανταμοιβές για το σύνολο των κατοίκων.


Δεν είναι υπερβολή να πούμε οτι μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ιδιαίτερης πνευματικής πενίας στο οποίο είχε αναγκαστεί να ζει και να εργάζεται ο Κουρτ μετά το Γεγονός (μην έχοντας δηλαδή ερεθίσματα άλλα ώστε να οξύνει την πνευματική του καλλιέργεια) οι εβδομαδιαίοι γρίφοι που υπαγόρευε στην πλατεία ο κλητήρας του Συμβουλίου του Επάνω Χωριού αποτελούσαν για τον ίδιο μια αρκετά ευχάριστη ρουτίνα, ίσως ακόμα ακόμα να ήταν τόσο σημαντική ασχολία ώστε τελικά να μην τον ενδιέφερε τόσο η πιθανή ανταμοιβή όσο αυτή καθεαυτή η πνευματική πρόκληση που αντιπροσώπευε η κάθε δοκιμασία. Ο τελευταίος λοιπόν γρίφος του κλητήρα (που του είχε στερήσει τον χθεσινοβραδινό του ύπνο) είχε την ακόλουθη μορφή:

Ο κλητήρας παρουσίασε τρία μεγάλα, κλειστά κουτιά. Ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους οτι ένα από τα κουτιά περιέχει την ανταμοιβή (τέσσερις ντουζίνες φρέσκες τσιπούρες ήταν αυτή την εβδομάδα) και τα άλλα δύο είναι άδεια. Το κάθε κουτί είχε αναρτημένη μια επιγραφή από την έξω πλευρά, ορατή σε όλους. Επίσης, ενημέρωσε οτι το πολύ μια επιγραφή από τις τρεις είναι αληθινή. Οι άλλες είναι ψευδείς. Η επιγραφή στο πρώτο κουτί έλεγε: «ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ» Στο δεύτερο : «Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΔΩ» και στο τρίτο «ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ». Ως συνήθως, οι κάτοικοι θα έκαναν συνέλευση και μετά δυο μέρες έπρεπε να απαντήσουν κατηγορηματικά ποιο κουτί επιλέγουν να ανοίξουν.

Συνεχίζεται..