
Ο απεσταλμένος του Κάτω Χωριού δεν ήταν ο ίδιος κάθε φορά. Σε αντίθεση με τον κλητήρα του Επάνω Χωριού, δεν αποτελούσε η θέση αυτή κάποιο θεσμοθετημένο αξίωμα. Μολαταύτα, τους τελευταίους μήνες η συχνότητα με την οποία επιλεγόταν ο Κουρτ γι' αυτή την αποστολή (λόγω βέβαια και της τεράστιας συμβολής του στην επίλυση των γρίφων) ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από οποιουδήποτε άλλου. Αυτό βέβαια το άτυπο προνόμιο που απολάμβανε ο Κουρτ, διόλου ενοχλούσε τους υπόλοιπους -αντιθέτως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένιωθαν όλοι μεγάλη ευχαρίστηση που συνέδραμε την κοινή προσπάθεια ένας τόσο ευφυής άντρας.

Οι επόμενες ημέρες ήταν πολύ ήσυχες στο Κάτω Χωριό. Σε κάθε σπίτι αναλογούσε ένα κομμάτι από την τελευταία αμοιβή και κάποιο από τα γεύματα σε κάθε οικογενειακό τραπέζι συνοδευόταν από αυτές τις νοστιμότατες τσιπούρες. Ο Κουρτ ήταν πολύ χαρούμενος με τον εαυτό του και ανέμενε με προσμονή τον επόμενο γρίφο που θα υπαγόρευε ο κλητήρας το ίδιο απόγευμα στην κεντρική πλατεία. Μονάχα ένα πράγμα τον προβλημάτιζε (χωρίς βέβαια να τον ανησυχεί). Ήταν κάτι που του είχε πει ο κλητήρας όταν συναντήθηκαν εκείνο το πρωινό στον Κάθετο Δρόμο για να του ανακοινώσει την απάντηση του τελευταίου γρίφου. Είχε βέβαια συνηθίσει να τον βλέπει, αλλά αυτό δεν δικαιολογούσε να ξέρει τόσα πολλά για εκείνον. Τον είχε περιεργαστεί, θυμόταν, από πάνω ως κάτω, πριν του απευθύνει φιλικά το λόγο: " Ώστε εσύ είσαι ο Κουρτ! Πώς είναι η μικρή; Τη σόμπα την έφτιαξες ή ακόμα την έχεις την κακομοίρα μες στο κρύο;".
Φυσικά την είχε επισκευάσει τη σόμπα ο Κουρτ, αλλά το σημαντικό δεν ήταν αυτό. Πρώτα απ'όλα, πώς ήξερε ο κλητήρας το όνομά του; Πώς ήξερε οτι έχει κόρη, οτι αυτή είναι μικρή και τέλος, πώς είναι δυνατόν να ήξερε για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τη σόμπα του; Επιστρέφοντας προς το χωριό εκείνο το πρωί, σκεφτόταν όλ' αυτά με ελαφρά ανησυχία. Γέλασε με τον εαυτό του στο ενδεχόμενο να υιοθετήσει κάποια από αυτές τις υπερφυσικές θεωρίες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συγχωριανούς του σχετικά με τους Επανωχωρίτες και μετά από λίγο είχε ξεχάσει τελείως το όλο περιστατικό. Μονάχα αυτό του είχε μείνει στο μυαλό - ο χαιρετισμός που του απηύθυνε ο κλητήρας όταν γύρισε να φύγει. Του είχε πει με μεγάλη σιγουριά "Γεια σου Κουρτ, θα τα ξαναπούμε σύντομα. Θα ακούσεις από μένα!".

Σε μια μακρινή χώρα, σε μια μακρινή ήπειρο, σε ένα μακρινό πλανήτη ενός μακρινού γαλαξία, υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται Σμάλιν. Στο χωριό Σμάλιν οι κάτοικοι μονάχα ρωτούν, δεν εκφράζουν ποτέ κατάφαση ή άρνηση. Μάλιστα, όλες τους οι ερωτήσεις απαντώνται μονολεκτικά, με ναι ή όχι. Εκτός αυτού, οι κάτοικοι είναι χωρισμένοι σε δυο πληθυσμιακές ομάδες. Η ομάδα Α ρωτάει αποκλειστικά ερωτήσεις στις οποίες η σωστή απάντηση είναι "ναι" ενώ η ομάδα Β ρωτάει μόνο ερωτήσεις στις οποίες σωστή απάντηση είναι "όχι". Σε αυτό το χωριό λοιπόν, ακούστηκε κάποτε ο κύριος Favr να ρωτάει τη συζυγό του: "Αγάπη μου, ανήκουμε και οι δύο στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα"; Τι μπορεί κανείς να συμπεράνει για τον καθένα από τους δυο Favr, ακούγοντας αυτή την ερώτηση;
Συνεχίζεται..