Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Μετά το Γεγονός - Μέρος 2ο

Στην πραγματικότητα, ο γρίφος δεν ήταν τόσο δύσκολος ώστε να δικαιολογούνται οι αντιδράσεις των κατοίκων προς τον κλητήρα. Ο Κουρτ βρήκε την απάντηση εκείνη τη μέρα ενώ όργωνε το χωράφι και ικανοποιήθηκε, θα έλεγε κανείς, τριπλά. Μια επειδή έλυσε το γρίφο, δεύτερη επειδή θα χάριζε στην οικογένειά του και στους γειτόνους του τα λαχταριστά ψάρια και τρίτη επειδή επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά πόσο καλό του κάνει όλη αυτή η διαδικασία -να ακονίζει δηλαδή και το μυαλό την ίδια ώρα που απασχολείται σωματικά με τις καθημερινές εργασίες.

Το ίδιο βράδυ, στις 20:27 ακριβώς (όπως ήταν συμφωνημένο) όλοι οι άντρες του χωριού συγκεντρώθηκαν στο καπηλειό του Νέστορα για να συζητήσουν σχετικά με το γρίφο. Έπρεπε να καταλήξουν καθώς -όπως προέβλεπε η διαδικασία- αύριο το πρωί στις 09:10 ο απεσταλμένος τους θα συναντούσε τον κλητήρα στη μέση του Κάθετου Δρόμου που συνδέει τα δυο χωριά για να του ανακοινώσει την απάντησή τους. Το σημείο συνάντησης ήταν το υψηλότερο σημείο στο οποίο επιτρεπόταν να βρεθεί κάποιος Κατωχωρίτης αφού σε διαφορετική περίπτωση, οι Σύμβουλοι είχαν καταστήσει σαφές πως θα διέκοπταν διαμιάς τις γενναιόδωρες (όπως τις χαρακτήριζαν) προσφορές τους.

Ο απεσταλμένος του Κάτω Χωριού δεν ήταν ο ίδιος κάθε φορά. Σε αντίθεση με τον κλητήρα του Επάνω Χωριού, δεν αποτελούσε η θέση αυτή κάποιο θεσμοθετημένο αξίωμα. Μολαταύτα, τους τελευταίους μήνες η συχνότητα με την οποία επιλεγόταν ο Κουρτ γι' αυτή την αποστολή (λόγω βέβαια και της τεράστιας συμβολής του στην επίλυση των γρίφων) ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από οποιουδήποτε άλλου. Αυτό βέβαια το άτυπο προνόμιο που απολάμβανε ο Κουρτ, διόλου ενοχλούσε τους υπόλοιπους -αντιθέτως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένιωθαν όλοι μεγάλη ευχαρίστηση που συνέδραμε την κοινή προσπάθεια ένας τόσο ευφυής άντρας.

Η συζήτηση για το γρίφο κράτησε λίγο αφού ο Κουρτ πήρε το λόγο νωρίς και εξήγησε αναλυτικά οτι η ανταμοιβή δεν μπορούσε παρά να βρίσκεται στο πρώτο κουτί, δεδομένων των προϋποθέσεων που όριζε ο κλητήρας. Στη συνέχεια, χαρούμενοι και ανακουφισμένοι οι παρευρισκόμενοι, απόλαυσαν το εξαίσιο βραστό της κατσαρόλας που είχε ετοιμάσει ο Νέστορας για την περίσταση καταναλώνοντας παράλληλα πολλά λίτρα από εκείνη την υπεροχή αρωματική μπύρα που τους είχαν χαρίσει προ εβδομάδων οι Σύμβουλοι του Επάνω Χωριού, μετά από μια άλλη εύστοχη επίλυση γρίφου.

Οι επόμενες ημέρες ήταν πολύ ήσυχες στο Κάτω Χωριό. Σε κάθε σπίτι αναλογούσε ένα κομμάτι από την τελευταία αμοιβή και κάποιο από τα γεύματα σε κάθε οικογενειακό τραπέζι συνοδευόταν από αυτές τις νοστιμότατες τσιπούρες. Ο Κουρτ ήταν πολύ χαρούμενος με τον εαυτό του και ανέμενε με προσμονή τον επόμενο γρίφο που θα υπαγόρευε ο κλητήρας το ίδιο απόγευμα στην κεντρική πλατεία. Μονάχα ένα πράγμα τον προβλημάτιζε (χωρίς βέβαια να τον ανησυχεί). Ήταν κάτι που του είχε πει ο κλητήρας όταν συναντήθηκαν εκείνο το πρωινό στον Κάθετο Δρόμο για να του ανακοινώσει την απάντηση του τελευταίου γρίφου. Είχε βέβαια συνηθίσει να τον βλέπει, αλλά αυτό δεν δικαιολογούσε να ξέρει τόσα πολλά για εκείνον. Τον είχε περιεργαστεί, θυμόταν, από πάνω ως κάτω, πριν του απευθύνει φιλικά το λόγο: " Ώστε εσύ είσαι ο Κουρτ! Πώς είναι η μικρή; Τη σόμπα την έφτιαξες ή ακόμα την έχεις την κακομοίρα μες στο κρύο;".

Φυσικά την είχε επισκευάσει τη σόμπα ο Κουρτ, αλλά το σημαντικό δεν ήταν αυτό. Πρώτα απ'όλα, πώς ήξερε ο κλητήρας το όνομά του; Πώς ήξερε οτι έχει κόρη, οτι αυτή είναι μικρή και τέλος, πώς είναι δυνατόν να ήξερε για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τη σόμπα του; Επιστρέφοντας προς το χωριό εκείνο το πρωί, σκεφτόταν όλ' αυτά με ελαφρά ανησυχία. Γέλασε με τον εαυτό του στο ενδεχόμενο να υιοθετήσει κάποια από αυτές τις υπερφυσικές θεωρίες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συγχωριανούς του σχετικά με τους Επανωχωρίτες και μετά από λίγο είχε ξεχάσει τελείως το όλο περιστατικό. Μονάχα αυτό του είχε μείνει στο μυαλό - ο χαιρετισμός που του απηύθυνε ο κλητήρας όταν γύρισε να φύγει. Του είχε πει με μεγάλη σιγουριά "Γεια σου Κουρτ, θα τα ξαναπούμε σύντομα. Θα ακούσεις από μένα!".

Η ώρα έφτασε λοιπόν. Ο κλητήρας είχε ήδη πάρει θέση πάνω στην αυτοσχέδια εξέδρα που είχαν κατασκευάσει στη δυτική πλευρά της πλατείας (έξω από την εκκλησία) ενώ οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν βιαστικά για να ακούσουν τη νέα δοκιμασία. Μετά από ένα σύντομο πρόλογο (όπου εξηγούσε την απόφαση του Συμβουλίου στο εξής να επιλέγονται σημαντικά δυσκολότεροι προς επίλυση γρίφοι) ακολούθησε -εν μέσω απολύτου σιγής- η πολυαναμενόμενη ανάγνωση:

Σε μια μακρινή χώρα, σε μια μακρινή ήπειρο, σε ένα μακρινό πλανήτη ενός μακρινού γαλαξία, υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται Σμάλιν. Στο χωριό Σμάλιν οι κάτοικοι μονάχα ρωτούν, δεν εκφράζουν ποτέ κατάφαση ή άρνηση. Μάλιστα, όλες τους οι ερωτήσεις απαντώνται μονολεκτικά, με ναι ή όχι. Εκτός αυτού, οι κάτοικοι είναι χωρισμένοι σε δυο πληθυσμιακές ομάδες. Η ομάδα Α ρωτάει αποκλειστικά ερωτήσεις στις οποίες η σωστή απάντηση είναι "ναι" ενώ η ομάδα Β ρωτάει μόνο ερωτήσεις στις οποίες σωστή απάντηση είναι "όχι". Σε αυτό το χωριό λοιπόν, ακούστηκε κάποτε ο κύριος Favr να ρωτάει τη συζυγό του: "Αγάπη μου, ανήκουμε και οι δύο στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα"; Τι μπορεί κανείς να συμπεράνει για τον καθένα από τους δυο Favr, ακούγοντας αυτή την ερώτηση;

Συνεχίζεται..

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Μετά το Γεγονός - Μέρος 1ο

Ο Κουρτ ξύπνησε νωρίτερα αυτό το πρωινό. Είχε ανήσυχο ύπνο κι έτσι τελικά αποφάσισε να μην το παλέψει άλλο και να σηκωθεί. Τι κι αν ήταν μόλις 05:20; Έτσι κι αλλιώς το μυαλό του ήταν ταραγμένο τις τελευταίες δέκα ώρες αφού προσπαθούσε να λύσει το νέο γρίφο που είχε υπαγορεύσει ο κλητήρας του Επάνω Χωριού. Χθες το απόγευμα, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία συγκέντρωση των κατοίκων στην κεντρική πλατεία, τα πνεύματα οξύνθηκαν αφού τη φορά αυτή το Συμβούλιο προσέφερε δυσανάλογα μικρή αμοιβή, δεδομένης της δυσκολίας του συγκεκριμένου γρίφου.

Προσέχοντας μην ξυπνήσει την νεαρή του σύζυγο που κοιμόταν στο πλάι του, καθώς και την αγαπημένη του θυγατέρα που απολάμβανε τον ξέγνοιαστο ύπνο της στην ξύλινη κούνια της μερικά μέτρα παραδίπλα, σηκώθηκε από το κρεβάτι αλαφροπατώντας και οδηγήθηκε στην κουζίνα για το καθημερινό του πρωινό. Έβαλε να βράσει μια κούπα φρέσκο κατσικίσιο γάλα και ξεδιάλεξε δυο μικρές ντομάτες από αυτές που είχε μαζέψει χθες από το παρτέρι. Μια δόση κίτρινο τυράκι και δυο παξιμάδια από το φούρνο του Λεβ (του κουμπάρου του) συμπλήρωσαν το γεύμα.

Ο Κουρτ ήταν ένας άντρας ακούραστος, γεμάτος ζωντάνια. Όπως όλοι οι ενήλικοι άντρες του Κάτω Χωριού ήταν δουλευταράς. Δούλευε τη γη του και φρόντιζε τα ζωντανά με μεγάλη ζέση, με την λυτρωτική βεβαιότητα οτι λόγω της Κατάστασης δεν είχε περιθώρια να χασομεράει προκειμένου να μπορεί να ταΐζει καθημερινά την οικογένειά του. Ακόμα περισσότερο, δεν είχε κανέναν άλλο τρόπο να εξασφαλίζει τα απαραίτητα παρά μόνο φροντίζοντας σαν στοργικός πατέρας το μικρό κομμάτι γης που του είχαν καταμερίσει κατά την Μεγάλη Διανομή.

Καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, δίπλα στη σόμπα της κουζίνας, κρατούσε μπροστά στα χείλη του την κούπα με το αχνιστό γάλα και παρατηρούσε αφηρημένα έξω από το παράθυρο το νέο πρωινό που ξημέρωνε. Στους πρόποδες του Όρους, όπου είχε χτιστεί το χωριό τους μετά το Γεγονός, η πυκνή ομίχλη ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ιδιαίτερα αυτές τις ώρες, κανείς δυσκολευόταν να δει -όχι μόνο την κορυφή του Όρους αλλά- ακόμα ακόμα και τα πρώτα σπίτια του Επάνω Χωριού. Χτισμένο μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή (στην ανατολική πλαγιά του Όρους έτσι ώστε να προστατεύεται από τους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους της περιοχής), το Επάνω Χωριό έστεκε κυρίαρχο και επιβλητικό με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η υψομετρική διαφορά με το χωριό του Κουρτ (το Κάτω Χωριό) να εκφράζει σε απόλυτη αναλογία την ιδιότυπη σχέση εξουσίας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο οικισμούς.

Ο Κουρτ είχε λίγη ώρα να διαθέσει πριν καταπιαστεί με τις καθημερινές του εργασίες και όπως συνήθιζε σε ώρες χαλάρωσης και ηρεμίας, αναλογίστηκε το παρόν και το μέλλον του τόπου του. Είχε την ευτυχία να διαθέτει μια δόση πιο καλλιεργημένο πνεύμα από τους συγχωριανούς του και κατ' αυτόν τον τρόπο να μην συμμερίζεται τις δεισιδαίμονες πεποιθήσεις τους σχετικά με την δημιουργηθείσα Κατάσταση. Είχε βέβαια και αυτός προ πολλού απορρίψει την ιδέα της βίαιης διεκδίκησης των προνομίων που απολάμβαναν οι κάτοικοι του Επάνω Χωριού. Αυτός όμως, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τους λόγους των απαίδευτων συγχωριανών του. Οι τελευταίοι αρέσκονταν να κατασκευάζουν μυθικά σχήματα με τα οποία δικαιολογούσαν την άλλως ανεξήγητη Κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά το Γεγονός.

Πίστευαν δηλαδή οτι οι κάτοικοι του Επάνω Χωριού δεν ήταν ακριβώς άνθρωποι. Ήταν ενδεχομένως κάτι ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό. Στη χειρότερη περίπτωση ήταν θνητοί αλλά με ορισμένες θεϊκές ιδιότητες ή το ολιγότερο (αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το αρνηθεί κανείς!) απολάμβαναν την προστασία κάποιων παντοδύναμων θεοτήτων οι οποίες τους προμήθευαν με διαλεχτά αγαθά τα οποία είχαν εξαφανιστεί από τη Γη μετά το Γεγονός. Δεν μπορούσαν με κανένα άλλο τρόπο να εξηγήσουν πώς -ενώ οι ίδιοι μοχθούσαν καθημερινά για να κερδίσουν το δικαίωμα στην επόμενη μέρα καλλιεργώντας τη γη τους και φροντίζοντας τα ζωντανά τους- οι Επανωχωρίτες διέθεταν όλα αυτά τα θεσπέσια εδώδιμα και τα αντικείμενα με τα οποία τους αντάμειβαν κάθε φορά που πετύχαιναν να λύσουν τον γρίφο που τους υπαγόρευε ο κλητήρας στην κεντρική πλατεία.

Η αλήθεια -στην οποία είχε καταλήξει ο Κουρτ μη αποδεχόμενος παγανιστικές εξηγήσεις- ήταν οτι προφανώς οι συνέπειες του Γεγονότος παρουσίαζαν διακριτή ανισομέρεια ανάμεσα σε κοντινούς πληθυσμούς και αυτή η εύνοια της τύχης είχε παρουσιάσει στους κατοίκους του Επάνω Χωριού την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την άγνοια των Κατωχωρίτων και να τους εγκλωβίσουν σε μια σχέση εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, μιας και έλεγχαν απόλυτα τον εφοδιασμό των πλέον επιθυμητών τους αγαθών. Δεδομένης και της Κατάστασης, εξ' αιτίας της οποίας οποιαδήποτε διαδρομή πέρα από τα όρια της περιοχής του Όρους ήταν ανέφικτη, έίναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τη στωικότητα με την οποία είχαν αποδεχθεί οι Κατωχωρίτες την μεταξύ των οικισμών μονομερή σχέση εξάρτησης.

Με δυο λόγια, οι συγχωριανοί του Κουρτ ήταν απλοί άνθρωποι. Φοβισμένοι. Με νωπές τις τραγικές μνήμες από τις ημέρες του Γεγονότος και αποφασισμένοι να αφοσιωθούν στην επιδίωξη της μακροημέρευσης γι' αυτούς και για τις οικογένειές τους χωρίς να ρισκάρουν, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες για το μέλλον τους. Είχαν καταλήξει να είναι ένας φιλήσυχος λαός, συμβιβασμένος με τη μοίρα του και μάλιστα ευγνώμονες για την γενναιοδωρία των κατοίκων του Επάνω Χωριού, ακόμα και έτσι, παρά δηλαδή την -για τα μάτια ενός τρίτου- ακατανόητη διαδικασία δοκιμασίας/ ανταμοιβής.


Αυτά λοιπόν αναλογιζότανε ο Κουρτ εκείνο το ομιχλώδες πρωινό στην καλύβα του στην βορειοανατολική πλευρά του Κάτω Χωριού, διακόσια μέτρα από την κεντρική πλατεία και μόλις δυο στενά παραπάνω από το φούρνο του Λεβ. Αυτό που δεν έχει αναφερθεί, αλλά ενδεχόμενα είναι πρόδηλο για τον οξύνου αναγνώστη, είναι το γεγονός οτι ο Κουρτ απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους συγχωριανούς του όντας αφενός υπόδειγμα οικογενειάρχη και παράδειγμα εργατικότητας και αφετέρου επειδή ήταν συνηθέστατα εκείνος ο οποίος έλυνε τους πιο δύσκολους γρίφους του Συμβουλίου του Επάνω Χωριού και εξασφάλιζε έτσι πλούσιες ανταμοιβές για το σύνολο των κατοίκων.


Δεν είναι υπερβολή να πούμε οτι μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ιδιαίτερης πνευματικής πενίας στο οποίο είχε αναγκαστεί να ζει και να εργάζεται ο Κουρτ μετά το Γεγονός (μην έχοντας δηλαδή ερεθίσματα άλλα ώστε να οξύνει την πνευματική του καλλιέργεια) οι εβδομαδιαίοι γρίφοι που υπαγόρευε στην πλατεία ο κλητήρας του Συμβουλίου του Επάνω Χωριού αποτελούσαν για τον ίδιο μια αρκετά ευχάριστη ρουτίνα, ίσως ακόμα ακόμα να ήταν τόσο σημαντική ασχολία ώστε τελικά να μην τον ενδιέφερε τόσο η πιθανή ανταμοιβή όσο αυτή καθεαυτή η πνευματική πρόκληση που αντιπροσώπευε η κάθε δοκιμασία. Ο τελευταίος λοιπόν γρίφος του κλητήρα (που του είχε στερήσει τον χθεσινοβραδινό του ύπνο) είχε την ακόλουθη μορφή:

Ο κλητήρας παρουσίασε τρία μεγάλα, κλειστά κουτιά. Ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους οτι ένα από τα κουτιά περιέχει την ανταμοιβή (τέσσερις ντουζίνες φρέσκες τσιπούρες ήταν αυτή την εβδομάδα) και τα άλλα δύο είναι άδεια. Το κάθε κουτί είχε αναρτημένη μια επιγραφή από την έξω πλευρά, ορατή σε όλους. Επίσης, ενημέρωσε οτι το πολύ μια επιγραφή από τις τρεις είναι αληθινή. Οι άλλες είναι ψευδείς. Η επιγραφή στο πρώτο κουτί έλεγε: «ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ» Στο δεύτερο : «Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΔΩ» και στο τρίτο «ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ». Ως συνήθως, οι κάτοικοι θα έκαναν συνέλευση και μετά δυο μέρες έπρεπε να απαντήσουν κατηγορηματικά ποιο κουτί επιλέγουν να ανοίξουν.

Συνεχίζεται..

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Ανγκόλα, 3 Ιουνίου 1989

Θα έχεις καταλάβει σίγουρα χριστουγεννιάτικε αναγνώστη ότι ένα αναμμένο τζάκι και ο απαλός ήχος της τζαζ είναι για μένα ένας συνδυασμός τόσο υπέροχος και αψεγάδιαστος που με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν προυπήρχε στη φύση. Ευτυχώς, τον δημιούργησε ο άνθρωπος, και πλέον μπορούμε να τον απολαμβάνουμε.

Το βράδυ της περασμένης Κυριακής λοιπόν, δύο κούτσουρα σιγόκαιγαν ήδη στο τζάκι, είχα ακουμπήσει ένα βινύλιο του Herbie Hanckock στο πικ-απ και καθώς έψαχνα στα ντουλάπια για ένα 18άρι Balmenach που είχα κρύψει κάποτε, η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία που είχα να δω πάνω από 10 χρόνια. Σε μια φωτογραφία ενός πολύ καλού μου φίλου, του Luca του Posanzini. Ο Luca είναι, απ’ όλους τους ζωντανούς φίλους μου, αυτός που έχει φτάσει πιο κοντά στο θάνατο.
Χειρονάκτης υποδηματοποιός στο επάγγελμα, αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να καταταγεί στον μισθοφορικό στρατό της χώρας του, μιας και το εισόδημα του –ακόμα και στην Ιταλία, την κατ’ εξοχήν χώρα που λατρεύει τη φινέτσα και την λεπτομέρεια- δεν ήταν αρκετό. Η συμμετοχή του σε μια «ειρηνευτική» αποστολή στην εμπόλεμη ζώνη της Ανγκόλας ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο.

Η πιο περίεργη μέρα στη ζωή του φίλου μου του Luca ήταν η 3η Ιουνίου του 1989. Η διμοιρία του πραγματοποιούσε περιπολία ρουτίνας στα περίχωρα της πρωτεύουσας Λουάντα. Ο Luca περπατούσε λίγα μέτρα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους όταν άκουσε έναν δυνατό και απότομο κρότο. Σχεδόν ακαριαία ένιωσε ένα έντονο τσίμπημα λίγο πιο κάτω από τον ώμο του. Όταν γονάτισε, δευτερόλεπτα αργότερα, άκουγε ακόμα την ηχώ που τριγυρνούσε ανάμεσα στα χαμηλά αφρικάνικα σπίτια. Η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό του Luca ήταν η εκπληκτική ομοιότητα με μια σκηνή από ένα παλιό φιλμ western, που είχε ακριβώς τον ίδιο συνδυασμό κινήσεων και ήχων. Ο έντονος πόνος ακαριαία τον επανέφερε στη δική του πραγματικότητα. «Μάλιστα, τώρα μπορεί και να πεθάνω» σκέφτηκε με σοκαριστικό κυνισμό. Δεν ένιωσε φόβο, ούτε καν απογοήτευση. Μόνο τσαντίλα. Δεν τον απασχόλησε καν ποιος ήταν ο τύπος που πυροβόλησε. Ήταν κάποιος καχεκτικός αφρικανός με ρώσικο καλάσνικοφ. Ήταν κι αυτό μέρος του παιχνιδιού, και το ήξερε.

Έχει σταματήσει πλέον να νιώθει πόνο κι αυτό τον αγχώνει ακόμα περισσότερο γιατί καταλαβαίνει ότι το σώμα του έχει μουδιάσει. Και είναι πια σίγουρος ότι του απομένουν λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως. Περιμένει να δει το τούνελ με το λευκό φως η ένα γρήγορο φιλμάκι με τα highlights της ζωής του αλλά συνεχίζει να βλέπει τέσσερις Ιταλούς μισθοφόρους να τον κοιτάνε σαστισμένοι, σχεδόν ακίνητοι. Τσαντίζεται ακόμα περισσότερο. «Πεθαίνω ρε μάγκες» σκέφτεται, «κάντε κάτι ενδιαφέρον. Ή τουλάχιστον φύγετε από πάνω μου γιατί ο χτικιάρης παραμονεύει ακόμα. Δε θα ήταν καθόλου cool να πεθάνω με 4 πτώματα γύρω μου». Ήταν οι τελευταίες τσαντισμένες του σκέψεις πριν τα βλέφαρά του βαρύνουν ανυπόφορα και αναγκαστεί να τα κατεβάσει.
Ο Luca Posanzini ανέκτησε τις αισθήσεις του 2 μέρες αργότερα σε ένα στρατιωτικό κατάλυμα στο κέντρο της Λουάντα. Τα τελευταία 12 χρόνια ζει με τη γυναίκα του και τις 3 κόρες του σε ένα ορεινό χωριό της Τοσκάνης. Ίσως να αναρωτιέσαι χριστουγεννιάτικε αναγνώστη αν ο φίλος μου ο Luca, βρισκόμενος τόσο κοντά στο θάνατο, εκτίμησε πραγματικά την ομορφιά της ζωής. Θα σου προτείνω λοιπόν να αποφύγεις να τον ρωτήσεις κάτι τέτοιο, αν ποτέ τον συναντήσεις. Αν πάντως –ανήμπορος να συγκρατήσεις την περιέργειά σου- το κάνεις, να ξέρεις ότι ο Luca ο Posanzini θα σε κοιτάξει με βλέμμα απορημένο και, ελαφρώς τσαντισμένα, θα σου απαντήσει ότι δε χρειαζόταν να φάει μια σφαίρα στη Νοτιοανατολική Αφρική για να το συνειδητοποιήσει.

Τον ξέρω καλά τον Luca, αυτό θα σου απαντούσε. Σε ξέρω κι εσένα όμως, δε θα τον ρωτούσες ποτέ κάτι τέτοιο.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Ο μπάρμαν που δεν κέρασε ποτέ

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πότε ακριβώς εγκαταστάθηκε στη μικρή αυτή κωμόπολη της πολιτείας. Οι παλιότεροι τον θυμούνταν ενώ ήδη το σαλούν του ήταν σε λειτουργία. Όπερ σημαίνει πως η άφιξη του είχε περάσει εντελώς απαρατήρητη. Η μυστηριακή και βλοσυρή ιδιοσυγκρασία του όμως δεν άργησε να αγγίξει το υποσυνείδητο των κατοίκων και η περιέργειά τους να εξαφανίσει και το τελευταίο ίχνος εχεμύθειας που μπορεί να διακρίνει τους πολίτες ενός τόσο μικρού και απομονωμένου μέρους.


Στα 47 χρόνια που έζησε εκεί, οι μόνες πιθανές αλήθειες για το άτομό του μπορούν να θεωρηθούν όσες ο ίδιος ξεστόμισε σε σπάνιες εξομολογήσεις του. Δηλαδή καμία. Όταν αντιλήφθηκε πως η αξία της ζωής στην Άγρια Δύση είναι τόσο φτηνή όσο μια αδέσποτη σφαίρα, αποφάσισε να κάνει αυτό που θα του την εξασφάλιζε για όσο το δυνατόν περισσότερο. Υιοθέτησε το επώνυμο της Γαλλίδας μητέρας του και έγινε μπάρμαν στο δικό του λιθόχτιστο σαλούν σε μια ήσυχη κωμόπολη. "Τι κοινότυπη ιστορία...", θα σκέφτηκες μόλις τώρα ανυπόμονε αναγνώστη. Ο φίλος σου ο Τzaki όμως, που ξέρει, σε πληροφορεί πως ο Buzz Presveille έγινε υπέρτατος μύθος. Φρόντισαν για αυτό οι συμπολίτες του και τα αποτελέσματα της παραξενιάς του.

Ο Buzz αγάπησε να ποτίζει αλκοόλ και να γυαλίζει ποτήρια. Αρνήθηκε να αποτυπωθεί σε άγαλμα αλλά, αν αυτό είχε ποτέ συμβεί, θα κρατούσε σίγουρα μια πετσέτα και ένα μπουκάλι καλό μπέρμπον. Ο Buzz, πληροφοριακά, δεν αγάπησε τίποτα άλλο. Ειδικά τους τσαμπατζήδες και τους "καλούς πελάτες". Γιατί αυτοί οι δύο τύποι "υπανθρώπων", όπως έλεγε, επιζητούσαν το κέρασμα. Έτσι άρχισαν όλα.

Την εποχή που ήταν να χτιστεί ο υπερσιδηρόδρομος, δεκάδες μικρές πόλεις έριζαν για ένα σταθμό και λίγη από τη δόξα του. Η επιτροπή αξιολόγησης καλοπερνούσε από πόλη σε πόλη, δεχόμενη αμέτρητα κεράσματα και δώρα σαν ελάχιστη προσπάθεια επηρεασμού. Όταν κάποτε βρέθηκαν στην κωμόπολη του Buzz, ο δήμαρχος έκανε οτιδήποτε μπορούσε για να τους αποτρέψει από το σαλούν του. Φευ! Το λιθόχτιστο τους έθελξε και κατανάλωσαν ασύστολα σαμπάνιες, ουίσκι και μεζέδες αρίστης ποιότητας. Όταν, αδιάφοροι, αποπειράθηκαν να φύγουν, ο Buzz που μέχρι τότε ανέμελα γυάλιζε τα ποτήρια, σάλταρε ως την πόρτα και ζήτησε "208 bucks gentlemen, only cash please". O κόσμος τρόμαξε και φοβήθηκε το σαματά μα ο μάγκας ο Buzz όχι μόνο πήρε τα 208$ ακατέβατα αλλά εξασφάλισε και τη διέλευση του σιδηροδρόμου. Διότι όπως είπε ο πρόεδρος του συμβουλίου ¨from aaaall the States duuuuude, only in this f´cken toooown I saw a maaaan wiv baaaalls¨.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Χίνγκθαμ Ουιντερμπότομ, το βασιλιά του λιγνίτη που αλώνιζε την περιοχή για να εγκαταστήσει την αυτοκρατορία του και από εκείνη τη μέρα αγόρασε το διπλανό κτίριο και έπινε καθημερινά στου Buzz. Εννοείται πως τα ακούμπαγε ανελλιπώς.


Ο τρομερός Jesse James όχι μόνο εξόφλησε αλλά άφησε και δώρο το καπέλο του ενώ ο Ουάσινγκντον, ο γνωστός, αναφώνησε εκεί τον περίφημο λόγο του περί αξιοκρατίας όταν κλήθηκε να πληρώσει κατά τη διάρκεια της πρώτης προεκλογικής περιόδου. Ανάμεσα σε άλλους που έβαλαν το χέρι στην τσέπη ενώ αποπειράθηκαν να φύγουν "κυριλέ" ήταν οι αδερφοί Ντάλτον μετά απ' την ληστεία της τοπικής τράπεζας, ο Λούκυ Λουκ που πέρασε μια μέρα μετά κυνηγώντας τους Ντάλτον και ο "πολύς" Μπίλυ Δε Κίντ που από τα νεύρα του πυροβόλησε 37 παράθυρα με ένα εξάσφαιρο. Όλα όμως αφού είχε φύγει απ' του Buzz κρατώντας για πρώτη φορά στο χέρι του απόδειξη "κατάθεσης" 78$.

Τον ίδιο χαρακτήρα επιφύλασσε για τις κυρίες των τιμών και τις αλανιάρες, τις τραγουδίστριες, τις ζόρικες και τις πεταλουδίτσες, τις ομορφούλες και την Καλάμιτυ Τζέην. "Όλα έχουν την τιμή τους και το ποτάκι σας 3.60$ αγαπητή" τις φλέρταρε, χαρίζοντας το - τουλάχιστον cool - χαμόγελό του.

Μια φορά, ένας μεγάλος μάγος της εποχής που μπορούσε να εξαφανίζει τον εαυτό του, έκανε το τρομερό αυτό νούμερο στο μπαρ του Buzz αλλά στο μέρος που πριν βρισκόταν το σώμα του βρέθηκαν 17 δολάρια και 63 σεντς. Όσα ακριβώς ήταν ο λογαριασμός του.

Οι ντόπιοι ωρύονταν πως δεν θα ξαναπατήσουν στον "cheapy" κι όμως το επόμενο βράδυ τους έβρισκες εκεί, λογής διασημότητες δοκίμαζαν την τύχη τους και έτρωγαν τα μούτρα τους, μέντιουμ μελετούσαν τον τρόπο που έτριβε τα ποτήρια για να ανακαλύψουν τι είδους μάγια κάνει ενώ οι μπούκηδες της εποχής έγιναν πάμπλουτοι μιας και το στοίχημα "Ποιός είναι ο πρώτος που δεν θα πληρώσει στου Buzz " δεν ανέδειξε ποτέ νικητή.


Κάθε λογής θηλυκό τον ερωτεύτηκε από το μότο του πως σε αυτό το χώρο "δύο 'μι' δεν παν μαζί, μνί και μπαρ αλλάζουν ιδιότητες" αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία που θα την πούμε κάποια άλλη φορά. Εδώ το θέμα είναι αναγνώστη μου, και ειδικά εσύ πριγκηπέσα μου όμορφη που διαβάζεις τον Tzaki, την επόμενη φορά που θα επισκεφθείς ένα μπαρ να θυμηθείς τον Buzz. Και να χαμογελάσεις πικρόχολα στον μπάρμαν που μόλις σε κέρασε γιατί είσαι σίγουρη πως ο Buzz ήταν ο ένας και μοναδικός. Και να του το πεις.

Κι αν ποτέ βρεθείς σε κείνη την κωμόπολη της πολιτείας και ρωτήσεις για τον Buzz Presveille, μάλλον δεν θα λάβεις καμία πληροφορία. Αυτά είναι λεπτομέρειες που μόνο ο φίλος σου ο Tzaki μπορεί να γνωρίζει, ο Tzaki ο Jazz.

Όλοι όμως θα έχουν μια ιστορία να σου διηγηθούν για τον Μπάρμαν Που Δεν Κέρασε Ποτέ.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ. Τυχερέ.

Ο Άγγελος ο Κιουλές είναι ωραίος τύπος. Τα πρωινά που πηγαίνω να αγοράσω την εφημερίδα μου στο μπακαλικάκι του στη γωνία με συνοδεύει πάντα μια χαμογελαστή καλημέρα και τα σχετικά πειράγματα ανάλογα με την επικαιρότητα και τα διαφορετικά πολιτικά, ποδοσφαιρικά και περί θηλυκών γούστα μας.

Όταν τελειώσει τη βάρδια του, τακτικά ανεβαίνει για ένα κρασάκι στο μπαλκόνι και πάντα θα έχει μια σύντομη και καλή ιστορία για να ζεσταθούν τα πνεύματα. Κι όταν καμιά φορά φύγει για την πατρίδα, στην επιστροφή του θα με περιμένει φρέσκο ευωδιαστό βούτυρο, σπιτικό ταμπάκο, ελιές και κρασί παραγωγής του παππού του ως ελάχιστη απόπειρα εξισορρόπησης της διαταραγμένης μου καθημερινότητας κατά τις ημέρες της απουσίας του.


Κάποτε, στα 14 του, έπαιζε μπάλα σε ένα χωριό στα παράλια της Αδριατικής, είχε όνειρο να γίνει κρεοπώλης σαν τον "πάππο" του και ονομαζόταν Ίγκλι Κούλε. Αγνοούσε τι βρισκόταν πέρα από τη θάλασσα μέχρι την ημέρα που ανάγκασαν την οικογένεια του να φύγει γιατί η μάνα είχε την ατυχία να είναι "Ελληνίδα" του είπαν. "Βορειοπειραιώτισσα" διακωμωδεί αυτός με τα σπαστά ελληνικά του. Οι πιο πολλοί έφυγαν μέσω θάλασσας προς κάποια "Ιταλία" αλλά ο πατέρας του φοβόταν το βαθύ μπλε που απλωνόταν μπροστά τους και αποφάσισε να γυρίσουν στην "πατρίδα" της μάνας.

Περπάτησε 37 νύχτες παράλληλα με τα σύνορα για να βρει πέρασμα, έκανε Χριστούγεννα σε μια καλύβα στην Πρέσπα και έπιασε την πρώτη του δουλειά σε πορτοκαλεώνα στη Φλώρινα ένα χιονισμένο κουτσο-Φλέβαρο. Πληρωνόταν τις μισές φορές, μιας και τις άλλες μισές τους παρατούσαν στη μέση του πουθενά με την απειλή της αστυνομίας - μετά, φυσικά, από το μάζεμα της σοδειάς. Κατέβηκε νότια γιατί εξασθένησε γρήγορα και βρήκε ένα καλό αγροτικό σπίτι, σε ένα ορεινό χωριό. Βαφτίστηκε Άγγελος για να δείξει την καλή του θέληση στους ντόπιους και να ικανοποιήσει τις σιωπηλές απαιτήσεις τους - όχι πως αυτό άλλαξε βέβαια την συμπεριφορά των αφεντάδων απέναντί του.


Απελάθηκε δύο φορές, την τελευταία μάλιστα τη θυμάται με περίσσιο κέφι. Η ώρα 5 το πρωί, στοιβαγμένοι στην καρότσα μισοδιαλυμένου φορτηγού πήγαιναν να μαζέψουν ελιές. Το αφεντικό έπεσε σε μπλόκο αλλά νομίζοντας οτι κανείς από τους εργάτες δεν μιλάει ελληνικά είχε τον εξής διάλογο με τον κύριο αστυφύλακα:

- Για που το 'βαλες πατριώτη;
- Δω πιο κάτω, έχω κανα-δυο ρίζες για μάζεμα.
- Έχεις και τίποτα άλλο μήπως;
- (Ένοχη σιωπή). Δυο ρίζες μωρέ είναι, τι άλλο να 'χω. (Κι άλλη ένοχη σιωπή). Ότι άλλο έχω για σας πήγαινε. (Ψίθυροι).
- Ντάξει, καλό δρόμο τότε κι ο Θεός μαζί σου.

Μετά από 50 μέτρα ο θείος έκανε το αμάξι δεξιά, πήδηξε έξω και άφησε την καρότσα στην ευγενική διάθεση του αστυφύλακα που τον συνεχάρη για τον πατριωτισμό και την ευσυνειδησία του.

Με τις απελάσεις συνήθισε τους δρόμους στα βουνά και η επιστροφή έγινε πιο εύκολη αλλά, καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, έκανε πιο σύνθετα τα δικά του προβλήματα. Τώρα ο γιος του είναι ο νέος Ίγκλι που έχει Αλβανό πατέρα κι αυτός ένας μετανάστης που πλουτίζει εδώ, μας παίρνει τις δουλειές και στέλνει τα λεφτά πίσω στο σπίτι του. "Άτιμη φάρα...".

Γιατί στα λέω όλα αυτά αναγνώστη; Γιατί όπως σου ανέφερα και παραπάνω, ο Ίγκλι Κούλε είναι μερακλής τύπος και έξω καρδιά.


Σε άκουσα προχτές στην καφετέρια να αποκαλείς τον σερβιτόρο "αλβανό" μέσα από τα δόντια σου γιατί δεν σου έφερε πατατάκια με την μπύρα σου. Άκουσα και το σερβιτόρο να σε αποκαλεί ανάλογα όταν βρήκε για πουρμπουάρ 19 αποτσίγαρα και δύο κολλημένες τσίχλες στο τασάκι. Ο γιος σου ειρωνεύτηκε έτσι τον χοντρούλη αγαθό συμμαθητή που παρέδωσε εργασία για τους Ολυμπιακούς με θέμα "Ευγενής Άμηλα" και ο ταξιτζής που σε μετέφερε χθες
χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο όσες φορές δεν συγκρατήθηκε και πάτησε την κόρνα του. Και ήταν πολλές.

Έχω να σου αραδιάσω άλλα 342 παραδείγματα μόνο για σήμερα αλλά αφού είσαι δικός μου αναγνώστης σημαίνει ότι ήδη μπήκες στο νόημα. Δόξα τους προγόνους ημών, η γλώσσα μας έχει άπειρες εναλλακτικές ώστε επιτυχημένα να χαρακτηρίσεις κάποιον ως ανίκανο, φτηνό, αναξιόπιστο ή βλάκα.

Τώρα που έμαθες για τον Ίγκλι και την ιστορία του, πρέπει να αντιλήφθηκες ότι χρησιμοποιείς λανθασμένο όρο για να μειώσεις τον διπλανό σου λέγοντας κάτι αρνητικό. Πες το και στους φίλους σου. Κι αν φέρουν αντιρρήσεις πες πως το 'πε ο Tzaki. Ο Tzaki ο Jazz.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Μια επιλογή

Δεν είναι μυστική η ιστορία του Τάσου του Τσεκούρη.

Σε μερικούς κύκλους είναι γνωστός και ως "Ταφ Ταφ" ή ο "Τάσος ο Ρώσος". Αυτό το τελευταίο είναι το πιο γνωστό του παρατσούκλι. Ο Τάσος ο Ρώσος. Που χαλάει τα λεφτά του ταλαιπωρώντας κακόμοιρους πεινασμένους. Όχι οτι οι σερίφηδες του Τάσου είναι όλοι πεινασμένοι βέβαια -όχι. Υπάρχουν και εκείνοι που αναζητούν την αδρεναλίνη που τους λείπει στην καθημερινή τους ζωή και απευθύνονται στον Ρώσο για να τους την προσφέρει.


Ο Τάσος ο Ρώσος. Ελάχιστοι έμαθαν πώς έφτιαξε την περιουσία του αλλά πολλοί είναι εκείνοι που ξέρουν πώς τη χαλάει. Γιατί υπάρχει κάτι πρωτόγονα γνήσιο σε αυτό που προσφέρει ο Τάσος στον εαυτό του και στους καλεσμένους του. Αυτός φαίνεται είναι ο λόγος που κάθε Παρασκευή οι επισκέπτες του Τ Τ αυξάνονται. Εκείνη η απόμερη καλύβα στη νότια πλευρά του Υμηττού σε λίγο καιρό δε θα τους χωράει. Οι εκατομμυριούχοι φίλοι του Τάσου πληρώνουν αδρά για να εξασφαλίσουν μια θέση στη σύγχρονη Ρωμαϊκή αρένα που έχει σχεδιάσει ο ίδιος για να ψυχαγωγεί την αρρωστημένη του έπαρση.

Αυτό που στην αρχή ξεκίνησε ως ένα διαστροφικό βίτσιο από πλευράς του Ρώσου έχει τώρα καταλήξει να είναι μια άκρως επικερδής επιχείρηση. Γιατί είναι πλέον βέβαιο ότι ακόμα και με τους μετριοπαθέστερους των υπολογισμών, τα έσοδα από τα "εισιτήρια" υπερκαλύπτουν με πάσα βεβαιότητα την αμοιβή που χρειάζεται να προσφέρει ο Τάσος στον πρωταγωνιστή της κάθε βραδιάς. Γιατί πρέπει να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο ότι ο Τσεκούρης έχει μια αξιοθαύμαστη αίσθηση του μέτρου η οποία φαντάζει ιδιαίτερα παράταιρη αν κανείς την αξιολογήσει στο συνολικό πλαίσιο της προσωπικότητάς του.

Έτσι, κάθε Παρασκευή, ο "σερίφης" είναι μόνο ένας. Το θέαμα διαρκεί 10 με 15 λεπτά και μετά η καλύβα αδειάζει, τα πειστήρια μαζεύονται και όλα είναι σαν να μην συνέβησαν ποτέ. Μια φορά στις έξι περίπου οι μπράβοι του Τσεκούρη πρέπει να ξεφορτωθούν το πτώμα του σερίφη σε κανένα γειτονικό γκρεμό ή σε καμιά χωματερή. Έτσι κι αλλιώς, οι σερίφηδες του Τσεκούρη είναι συνήθως ήδη ξεχασμένοι ώστε δεν θα τους αναζητήσει κανένας ακόμα και στην περίπτωση που σταθούν άτυχοι και το όπλο εκπυρσοκροτήσει. Μια στις έξι.

Ο Τσεκούρης δεν έχει ανάγκη από λεφτά. Είναι ένας οξυδερκής επιχειρηματίας με μια διαστροφική εμμονή. Γι' αυτό το λόγο οι αμοιβές που προσφέρει στον σερίφη της κάθε Παρασκευής αυξάνουν σταθερά και ανάλογα με το μέγεθος του κοινού που προσελκύει. Το 90% των εσόδων πάει στο σερίφη και το υπόλοιπο στους ανθρώπους του Τσεκούρη που φροντίζουν για το ομαλό της διαδικασίας και αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη όχληση από τρίτους.


Ίσως να μην προξενεί περιέργεια λοιπόν η ακέραια εντιμότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο Ρώσος του σερίφηδες. Ποτέ του δεν ζητάει τα χρήματα πίσω, ποτέ δεν κακομεταχειρίζεται και δεν προσβάλει το σερίφη ούτε αφήνει κανέναν επισκέπτη να το κάνει και ποτέ μα ποτέ δεν χρησιμοποιεί έναν σερίφη για δεύτερη φορά. Τέλος, πάντοτε δίνει την ευκαιρία ακόμα και την τελευταία στιγμή στον σερίφη να κάνει πίσω. Να επιστρέψει τα χρήματα, να αφήσει το όπλο στο τραπέζι και να αποχωρήσει από την "αρένα". Ο Τσεκούρης αναλαμβάνει να αποζημιώσει τους επισκέπτες στο ακέραιο.

Με τον Ταφ Ταφ μας συνδέουν πολλά. Κάποτε όμως οι δρόμοι μας χωρίσανε. Δεν συμμερίζομαι ούτε τα γούστα του ούτε βέβαια τις μακάβριες επιλογές του σχετικά με τους τρόπους διασκέδασης. Έχει βρει όμως ένα πείραμα ώστε να εξερευνά τις πιο μύχιες αντιλήψεις των ανθρώπων σχετικά με το θάνατο και την αξία της ζωής τον οποίο από ακαδημαϊκή σκοπιά βρίσκω ιδιαίτερα ελκυστικό.

Για όσο μπορώ να είμαι σίγουρος, δεν θα παίξω ποτέ τον σερίφη στην αρένα του Τσεκούρη. Από την άλλη, ποίος μπορεί να είναι πραγματικά σίγουρος σε ποιούς δρόμους θα τον οδηγήσει η αναζήτηση όσο δεν βρίσκει τις απαντήσεις που ψάχνει; Όσο περνάνε οι μήνες και η αμοιβή του σερίφη αυξάνει, τόσο πιο οικεία γίνεται για τον καθένα η διαβολική αυτή επιλογή. Δεν έχεις παρά να απλώσεις το χέρι και να πάρεις το φάκελο με τα λεφτά.


Μην αστειεύεσαι με τα όριά σου. Αν όμως κάποτε νιώσεις αποφασισμένος, ο φίλος σου ο Tzaki θα σε φέρει σε επαφή με τον Τάσο τον Τσεκούρη, τον Ταφ Ταφ. Τον Τάσο το Ρώσο. Και τότε θα είμαι στην εξέδρα να σε παρατηρώ. Γιατί να ξέρεις, μόνο ένας πραγματικός φίλος θα σε ακολουθήσει σε μια τέτοια επιλογή. Και ο Τzaki είναι φίλος σου, ο Tzaki ο Jazz.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Σαββάτο βράδυ με το ζεύγος Περτάδη

Ήταν ένα συνηθισμένο Σάββατο βράδυ. Για την κυρία Μαρίνα Περτάδη και τον κύριο Στέλιο Περτάδη όμως δεν έμοιαζε σε τίποτα με οποιοδήποτε άλλο Σαββατόβραδο. Αυτό το Σάββατο το περίμεναν πολύ καιρό.


Από την πρώτη στιγμή που η Μαρίνα πρότεινε την ιδέα και ενθουσίασε το Στέλιο μέχρι σήμερα που έφτασε επιτέλους η μεγάλη βραδιά, δεν το είχαν βγάλει από το μυαλό τους ούτε στιγμή. Εδώ και 3 εβδομάδες σχεδίαζαν την κάθε λεπτομέρεια. Η κυρία Περτάδη γύρισε όλη την πόλη για να βρει ένα φόρεμα αντάξιο της περίστασης και τελικά -δε βαριέσαι βρε αδερφέ- έδωσε ένα σκασμό λεφτά για την υπέροχη κόκκινη τουαλέτα και το πανέμορφο ζευγάρι ασημένια τακούνια που τόνιζε τις γυμνασμένες τις γάμπες.

Από την άλλη ο Στέλιος, θέλοντας να σταθεί αντάξιος συνοδός της απαστράπτουσας συζύγου του, αν και είχε μπόλικα ομορφότατα κοστούμια ραμμένα ειδικά για εκείνον, επέλεξε να αγοράσει ένα πανάκριβο από κασμίρ με επίχρυσα μανικετόκουμπα. Η δε γραβάτα που επέλεξε για εκείνη την ξεχωριστή βραδιά ήταν κεντημένη στο χέρι με το πιο αγνό μετάξι και στολισμένη διακριτικά στο επάνω μέρος με ένα μικρό μικρό διαμαντάκι.

Όλα ήταν άψογα. Στις 23:35 ακριβώς -όπως είχαν σχεδιάσει- βγήκαν από το διαμέρισμά τους, μπήκαν στον ανελκυστήρα και κατέβηκαν τους 6 ορόφους μέχρι το γκαράζ της πολυκατοικίας. Η Μαρίνα ξεκλείδωσε την κίτρινη Lotus Elise (προφανώς δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιούσαν για μια τέτοια βραδιά ούτε το Opel ούτε βέβαια το Mini Cooper τους) και ο Στέλιος έκατσε στη θέση του συνοδηγού. Πάντοτε προτιμούσε να οδηγάει η σύζυγός του, πόσο μάλλον μια τέτοια βραδιά που ήθελε να την απολαύσει στο έπακρο χωρίς να απασχολείται με οτιδήποτε περιττό.


Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετοι (πώς θα μπορούσαν να μην είναι άλλωστε) και δεν σταμάτησαν να γελάνε ούτε 40' αργότερα, όταν παρκάρανε την πανάκριβη Lotus έξω από το βενζινάδικο, ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου από το κατάστημα που ήταν ο προορισμός τους για εκείνη τη βραδιά. Πρώτος κατέβηκε ο Στέλιος ο οποίος έχοντας ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά πέρασε από την άλλη πλευρά και άνοιξε την πόρτα για τη Μαρίνα η οποία κυριολεκτικά έλαμπε μέσα στο σκοτάδι της πόλης, κάτω από τον έναστρο σαββατιάτικο ουράνιο θόλο.

Όλα ήταν υπέροχα. Λες και είχε συνωμοτήσει το σύμπαν για να κυλήσει αυτή η πολυαναμενόμενη νύχτα με τον πιο γλυκό τρόπο. Πέρασαν απέναντι κρατημένοι αγκαζέ και σταμάτησαν δίπλα ακριβώς από την καντίνα με το βρώμικο. Με διαφορά το πιο νόστιμο βρώμικο της πόλης, σύμφωνα με τους πιο αξιόπιστους θαμώνες της νυχτερινής ζώνης.

Εδώ η πρωτοβουλία άνηκε στον Στέλιο. Γεμάτος αυτοπεποίθηση σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε τον μάστορα του hot-dog. "Δυο με βραστό λουκάνικο απ' όλα αδερφέ". Όσο διαρκούσε η παρασκευή της παραγγελίας τους, η Μαρίνα και ο Στέλιος, ο Στέλιος και η Μαρίνα ανέμεναν σφιχταγκαλιασμένοι, πανευτυχείς αφ' ενός που βρισκόταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και αφ' ετέρου επειδή τα σχέδιά τους είχαν αποδώσει τα μέγιστα. Όλα είχαν δουλέψει σαν ελβετικό ρολόι, τίποτα δεν είχε πάει στραβά. Ήταν όλα υπέροχα.


Γεύτηκαν το βρώμικο hot dog τους με περίσσια όρεξη και λαιμαργία. Δεν τους ένοιαζε πλέον να παρατείνουν άσκοπα την έξοδό τους. Είχαν σχεδιάσει μια ονειρεμένη βραδιά και την είχαν εκτελέσει στην εντέλεια. Επέστρεψαν στην κίτρινη Elise (αυτή τη φορά οδήγησε ο Στέλιος) και μετά από μισή ωρίτσα περίπου ήταν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος τους (στον 6ο) με τα κλειδιά στο χέρι έτοιμοι να επιστρέψουν στη ζεστασιά του σπιτιού τους.

Ξεκλείδωσε ο Στέλιος, μπήκαν στο χωλ, άφησαν τα παλτά τους στον δερμάτινο καναπέ και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.