Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Ανγκόλα, 3 Ιουνίου 1989

Θα έχεις καταλάβει σίγουρα χριστουγεννιάτικε αναγνώστη ότι ένα αναμμένο τζάκι και ο απαλός ήχος της τζαζ είναι για μένα ένας συνδυασμός τόσο υπέροχος και αψεγάδιαστος που με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν προυπήρχε στη φύση. Ευτυχώς, τον δημιούργησε ο άνθρωπος, και πλέον μπορούμε να τον απολαμβάνουμε.

Το βράδυ της περασμένης Κυριακής λοιπόν, δύο κούτσουρα σιγόκαιγαν ήδη στο τζάκι, είχα ακουμπήσει ένα βινύλιο του Herbie Hanckock στο πικ-απ και καθώς έψαχνα στα ντουλάπια για ένα 18άρι Balmenach που είχα κρύψει κάποτε, η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία που είχα να δω πάνω από 10 χρόνια. Σε μια φωτογραφία ενός πολύ καλού μου φίλου, του Luca του Posanzini. Ο Luca είναι, απ’ όλους τους ζωντανούς φίλους μου, αυτός που έχει φτάσει πιο κοντά στο θάνατο.
Χειρονάκτης υποδηματοποιός στο επάγγελμα, αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να καταταγεί στον μισθοφορικό στρατό της χώρας του, μιας και το εισόδημα του –ακόμα και στην Ιταλία, την κατ’ εξοχήν χώρα που λατρεύει τη φινέτσα και την λεπτομέρεια- δεν ήταν αρκετό. Η συμμετοχή του σε μια «ειρηνευτική» αποστολή στην εμπόλεμη ζώνη της Ανγκόλας ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο.

Η πιο περίεργη μέρα στη ζωή του φίλου μου του Luca ήταν η 3η Ιουνίου του 1989. Η διμοιρία του πραγματοποιούσε περιπολία ρουτίνας στα περίχωρα της πρωτεύουσας Λουάντα. Ο Luca περπατούσε λίγα μέτρα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους όταν άκουσε έναν δυνατό και απότομο κρότο. Σχεδόν ακαριαία ένιωσε ένα έντονο τσίμπημα λίγο πιο κάτω από τον ώμο του. Όταν γονάτισε, δευτερόλεπτα αργότερα, άκουγε ακόμα την ηχώ που τριγυρνούσε ανάμεσα στα χαμηλά αφρικάνικα σπίτια. Η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό του Luca ήταν η εκπληκτική ομοιότητα με μια σκηνή από ένα παλιό φιλμ western, που είχε ακριβώς τον ίδιο συνδυασμό κινήσεων και ήχων. Ο έντονος πόνος ακαριαία τον επανέφερε στη δική του πραγματικότητα. «Μάλιστα, τώρα μπορεί και να πεθάνω» σκέφτηκε με σοκαριστικό κυνισμό. Δεν ένιωσε φόβο, ούτε καν απογοήτευση. Μόνο τσαντίλα. Δεν τον απασχόλησε καν ποιος ήταν ο τύπος που πυροβόλησε. Ήταν κάποιος καχεκτικός αφρικανός με ρώσικο καλάσνικοφ. Ήταν κι αυτό μέρος του παιχνιδιού, και το ήξερε.

Έχει σταματήσει πλέον να νιώθει πόνο κι αυτό τον αγχώνει ακόμα περισσότερο γιατί καταλαβαίνει ότι το σώμα του έχει μουδιάσει. Και είναι πια σίγουρος ότι του απομένουν λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως. Περιμένει να δει το τούνελ με το λευκό φως η ένα γρήγορο φιλμάκι με τα highlights της ζωής του αλλά συνεχίζει να βλέπει τέσσερις Ιταλούς μισθοφόρους να τον κοιτάνε σαστισμένοι, σχεδόν ακίνητοι. Τσαντίζεται ακόμα περισσότερο. «Πεθαίνω ρε μάγκες» σκέφτεται, «κάντε κάτι ενδιαφέρον. Ή τουλάχιστον φύγετε από πάνω μου γιατί ο χτικιάρης παραμονεύει ακόμα. Δε θα ήταν καθόλου cool να πεθάνω με 4 πτώματα γύρω μου». Ήταν οι τελευταίες τσαντισμένες του σκέψεις πριν τα βλέφαρά του βαρύνουν ανυπόφορα και αναγκαστεί να τα κατεβάσει.
Ο Luca Posanzini ανέκτησε τις αισθήσεις του 2 μέρες αργότερα σε ένα στρατιωτικό κατάλυμα στο κέντρο της Λουάντα. Τα τελευταία 12 χρόνια ζει με τη γυναίκα του και τις 3 κόρες του σε ένα ορεινό χωριό της Τοσκάνης. Ίσως να αναρωτιέσαι χριστουγεννιάτικε αναγνώστη αν ο φίλος μου ο Luca, βρισκόμενος τόσο κοντά στο θάνατο, εκτίμησε πραγματικά την ομορφιά της ζωής. Θα σου προτείνω λοιπόν να αποφύγεις να τον ρωτήσεις κάτι τέτοιο, αν ποτέ τον συναντήσεις. Αν πάντως –ανήμπορος να συγκρατήσεις την περιέργειά σου- το κάνεις, να ξέρεις ότι ο Luca ο Posanzini θα σε κοιτάξει με βλέμμα απορημένο και, ελαφρώς τσαντισμένα, θα σου απαντήσει ότι δε χρειαζόταν να φάει μια σφαίρα στη Νοτιοανατολική Αφρική για να το συνειδητοποιήσει.

Τον ξέρω καλά τον Luca, αυτό θα σου απαντούσε. Σε ξέρω κι εσένα όμως, δε θα τον ρωτούσες ποτέ κάτι τέτοιο.