Όταν τελειώσει τη βάρδια του, τακτικά ανεβαίνει για ένα κρασάκι στο μπαλκόνι και πάντα θα έχει μια σύντομη και καλή ιστορία για να ζεσταθούν τα πνεύματα. Κι όταν καμιά φορά φύγει για την πατρίδα, στην επιστροφή του θα με περιμένει φρέσκο ευωδιαστό βούτυρο, σπιτικό ταμπάκο, ελιές και κρασί παραγωγής του παππού του ως ελάχιστη απόπειρα εξισορρόπησης της διαταραγμένης μου καθημερινότητας κατά τις ημέρες της απουσίας του.
Κάποτε, στα 14 του, έπαιζε μπάλα σε ένα χωριό στα παράλια της Αδριατικής, είχε όνειρο να γίνει κρεοπώλης σαν τον "πάππο" του και ονομαζόταν Ίγκλι Κούλε. Αγνοούσε τι βρισκόταν πέρα από τη θάλασσα μέχρι την ημέρα που ανάγκασαν την οικογένεια του να φύγει γιατί η μάνα είχε την ατυχία να είναι "Ελληνίδα" του είπαν. "Βορειοπειραιώτισσα" διακωμωδεί αυτός με τα σπαστά ελληνικά του. Οι πιο πολλοί έφυγαν μέσω θάλασσας προς κάποια "Ιταλία" αλλά ο πατέρας του φοβόταν το βαθύ μπλε που απλωνόταν μπροστά τους και αποφάσισε να γυρίσουν στην "πατρίδα" της μάνας.
Περπάτησε 37 νύχτες παράλληλα με τα σύνορα για να βρει πέρασμα, έκανε Χριστούγεννα σε μια καλύβα στην Πρέσπα και έπιασε την πρώτη του δουλειά σε πορτοκαλεώνα στη Φλώρινα ένα χιονισμένο κουτσο-Φλέβαρο. Πληρωνόταν τις μισές φορές, μιας και τις άλλες μισές τους παρατούσαν στη μέση του πουθενά με την απειλή της αστυνομίας - μετά, φυσικά, από το μάζεμα της σοδειάς. Κατέβηκε νότια γιατί εξασθένησε γρήγορα και βρήκε ένα καλό αγροτικό σπίτι, σε ένα ορεινό χωριό. Βαφτίστηκε Άγγελος για να δείξει την καλή του θέληση στους ντόπιους και να ικανοποιήσει τις σιωπηλές απαιτήσεις τους - όχι πως αυτό άλλαξε βέβαια την συμπεριφορά των αφεντάδων απέναντί του.
Απελάθηκε δύο φορές, την τελευταία μάλιστα τη θυμάται με περίσσιο κέφι. Η ώρα 5 το πρωί, στοιβαγμένοι στην καρότσα μισοδιαλυμένου φορτηγού πήγαιναν να μαζέψουν ελιές. Το αφεντικό έπεσε σε μπλόκο αλλά νομίζοντας οτι κανείς από τους εργάτες δεν μιλάει ελληνικά είχε τον εξής διάλογο με τον κύριο αστυφύλακα:
- Για που το 'βαλες πατριώτη;
- Δω πιο κάτω, έχω κανα-δυο ρίζες για μάζεμα.
- Έχεις και τίποτα άλλο μήπως;
- (Ένοχη σιωπή). Δυο ρίζες μωρέ είναι, τι άλλο να 'χω. (Κι άλλη ένοχη σιωπή). Ότι άλλο έχω για σας πήγαινε. (Ψίθυροι).
- Ντάξει, καλό δρόμο τότε κι ο Θεός μαζί σου.
Μετά από 50 μέτρα ο θείος έκανε το αμάξι δεξιά, πήδηξε έξω και άφησε την καρότσα στην ευγενική διάθεση του αστυφύλακα που τον συνεχάρη για τον πατριωτισμό και την ευσυνειδησία του.
Με τις απελάσεις συνήθισε τους δρόμους στα βουνά και η επιστροφή έγινε πιο εύκολη αλλά, καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, έκανε πιο σύνθετα τα δικά του προβλήματα. Τώρα ο γιος του είναι ο νέος Ίγκλι που έχει Αλβανό πατέρα κι αυτός ένας μετανάστης που πλουτίζει εδώ, μας παίρνει τις δουλειές και στέλνει τα λεφτά πίσω στο σπίτι του. "Άτιμη φάρα...".
Γιατί στα λέω όλα αυτά αναγνώστη; Γιατί όπως σου ανέφερα και παραπάνω, ο Ίγκλι Κούλε είναι μερακλής τύπος και έξω καρδιά.
χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο όσες φορές δεν συγκρατήθηκε και πάτησε την κόρνα του. Και ήταν πολλές.
Έχω να σου αραδιάσω άλλα 342 παραδείγματα μόνο για σήμερα αλλά αφού είσαι δικός μου αναγνώστης σημαίνει ότι ήδη μπήκες στο νόημα. Δόξα τους προγόνους ημών, η γλώσσα μας έχει άπειρες εναλλακτικές ώστε επιτυχημένα να χαρακτηρίσεις κάποιον ως ανίκανο, φτηνό, αναξιόπιστο ή βλάκα.
Τώρα που έμαθες για τον Ίγκλι και την ιστορία του, πρέπει να αντιλήφθηκες ότι χρησιμοποιείς λανθασμένο όρο για να μειώσεις τον διπλανό σου λέγοντας κάτι αρνητικό. Πες το και στους φίλους σου. Κι αν φέρουν αντιρρήσεις πες πως το 'πε ο Tzaki. Ο Tzaki ο Jazz.